κλιμακωτός

κλιμακωτός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που είναι σχηματισμένος σε μορφή κλίμακας, αυτός που αποτελείται από τμήματα που έχουν διαταχθεί σε μορφή κλίμακας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλιμακωτός — ή, ό (Α κλιμακωτός, ή, όν) [κλίμαξ]. ο σχηματισμένος με μορφή κλίμακας, ο διατεταγμένος κατά βαθμίδες, σκαλωτός, αμφιθεατρικός («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», Πολ.) νεοελλ. φρ. (μετρική) α)… …   Dictionary of Greek

  • κλιμακωτόν — κλιμακωτός made like a ladder masc acc sg κλιμακωτός made like a ladder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακωτοῦ — κλιμακωτός made like a ladder masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακωτήν — κλιμακωτός made like a ladder fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακωτῶς — κλιμακωτός made like a ladder adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιθεατρικός — ή, ό 1. ο σχετικός με το αμφιθέατρο 2. αυτός που έχει σχήμα αμφιθεάτρου, ημικυκλικός και κλιμακωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμφιθέατρο. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στο λεξικό Σχινά και Λεβαδέως (1861)] …   Dictionary of Greek

  • βαθμιδωτός — ή, ό [βαθμίδα] αυτός που έχει βαθμίδες, ο κλιμακωτός …   Dictionary of Greek

  • κλιμακοειδής — ές (AM κλιμακοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κλίμακα κατά το σχήμα ή κατά τη διάταξη, κλιμακωτός. επίρρ... κλιμακοειδώς με κλιμακοειδή τρόπο, κλιμακωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, ακος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • κλιμακόεις — κλιμακόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει βαθμίδες, σκαλοπάτια, ο κατασκευασμένος κατά βαθμίδες, κλιμακωτός («Ἰθώμην κλιμακόεσσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, ακος + επίθημα όεις (πρβλ. δροσ όεις, μηχαν όεις)] …   Dictionary of Greek

  • σκαλωτός — ή, ό, Ν αυτός που έχει σκαλοπάτια, κλιμακωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλα + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”